κεφαλίδα

κεφαλίδα
κεφαλίς
little head
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλίδα — η 1. μικρό κεφάλι, κεφαλάκι: Κεφαλίδα σκόρδου. 2. τίτλος σε έντυπο ή και απόφθεγμα στην αρχή βιβλίου ή ορισμένου κεφαλαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλίδα — η (ΑΜ κεφαλίς, ίδος) μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.) νεοελλ. 1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας 2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου,… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλίς — κεφαλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κεφαλίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”